σκώψ

σκώψ
σκώψ, σκωπός
Grammatical information: m.
Meaning: `little horned owl' (ε 66, Epich., Arist., Theoc. a. o.); metaph. as fishname (Nic. Fr. 18), prob. after the picture of the colours (Strömberg 114); as name of a dance (Ael., Poll.), with in the same meaning also σκώπευμα (A. Fr. 70 = 20 M.) and σκωπίας (Poll.); as name of a dance also connected with σκοπεῖν (Ath., H.; s. on A. s. v.).
Other forms: Also κώψ.
Compounds: As 2. member in ἀεί-σκωψ a kind of owl (Arist.), which was acc. to Arist. not a migratory bird.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation as πτώξ, κλώψ a.o. (Chantraine Form. 2); unexplained. By Ath. and Ael. connected with σκώπτω ; thus Osthoff (s. bel.) and Machek Ling. Posn. 5, 68f. Rather (with Curtius 168 a. o.) to σκέπτομαι from the sharp view and the protruding circle of eyes. A by-form κώψ is often mentioned (s. Thompson Birds s. σκώψ); further γῶπας κολοιούς. Μακεδόνες H. So only folketymolog. to σκέπτομαι or σκώπτω (Chantraine l.c.)? Older lit. in Osthoff BB 29, 259 ff. -- Cf. γλαῦξ, στύξ and ὦτος (s. οὖς). -- Seen the variation prob. Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,746-747

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκώψ — owl masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκωψ — ο / σκώψ, ωπός, ΝΑ λόγια ονομασία είδους μικρής κουκουβάγιας, τού κοινώς γνωστού σήμερα γκιόνη, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ονομάζεται Otus scops αρχ. 1. είδος χορού κατά τον οποίο οι χορευτές μιμούνταν την γλαύκα 2.… …   Dictionary of Greek

  • σκῶπες — σκώψ owl masc nom/voc pl σκώψ owl masc nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκωπῶν — σκώψ owl masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκωπός — σκώψ owl masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκῶπα — σκώψ owl masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκῶπας — σκώψ owl masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στυξ — υγός, η / Στύξ, ΝΑ, και Στύγο Ν μυθ. 1. φοβερός ποταμός που διαρρέει τον Κάτω Κόσμο και τόν συγκρατεί και στού οποίου τα νερά οι θεοί έδιναν απαράβατους όρκους 2. (στον Όμ. και κυρίως στην Οδύσσεια) ο χώρος περιπλάνησης τών σκιών τών νεκρών… …   Dictionary of Greek

  • κωψ — κώψ, κωπός, ὁ (Α) ο σκωψ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σκώψ, με σίγηση τού αρκτικού σ ] …   Dictionary of Greek

  • σκώπευμα — τὸ, Α χορός κατά τον οποίο γινόταν μίμηση τής γλαύκας, αλλ. σκώψ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώψ, σκωπός, μέσω αμάρτυρου ρ. *σκωπεύω] …   Dictionary of Greek

  • σκώπτω — ΝΜΑ εμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω, κοροϊδεύω («τὰς Λακωνικὰς μάχαιρας εἰς τὴν μικρότητα σκώπτειν», Πλούτ.) αρχ. 1. (με καλή σημ.) αστεΐζομαι με κάποιον, πειράζω 2. λέω αστεία, είμαι αστείος 3. λέω λόγια μικρής σημασίας, δεν λέω σπουδαία λόγια.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”